- μηδάτερος
- μηδάτερος, -έρα, -ον (Α)(δωρ. τ.) βλ. μηδέτερος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηδέτερος — α, ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.). επίρρ... μηδετέρως (Α) ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε… … Dictionary of Greek